- μικροπεριβάλλον
- το(μετεωρ.) το σύνολο τών μικρής κλίμακας χαρακτηριστικών τού περιβάλλοντος ορισμένης περιοχής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. microenvironment (βλ. μικρ[ο]-)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
φυλλόσφαιρα — η, Ν βιολ. το μικροπεριβάλλον τών φύλλων, το οποίο περιλαμβάνει το σύνολο τών επιφανειών τών φύλλων και ένα στρώμα αέρα, πάχους ενός χιλιοστομέτρου, γύρω από κάθε φύλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phyllosphere] … Dictionary of Greek